ῥύτρος

ῥύτρος
ῥύτρος
Grammatical information: n.
Meaning: `plant with pricking extremities, Echinops Viscosus' (Thphr.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Strömberg Pfl.namen 52 derived the word from ῥέω, which is quite uncertain.

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ῥύτρος — globe thistle neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ρύτρος — ους και εος, τὸ, Α είδος αγκαθωτού φυτού. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η άποψη ότι η λ. έχει σχηματιστεί από μηδενισμένη βαθμίδα ῥυF τού ῥέω δεν θεωρείται πιθανή] …   Dictionary of Greek

  • ροιά — η / ῥοιά, ΝΜΑ, και ιων. τ. ῥοιή και ῥόα και ῥοά και ῥοή Α λόγια ονομασία τής ροδιάς νεοελλ. 1. εκρηκτικό βλήμα, παλαιός τύπος χειροβομβίδας που είχε σχήμα ροδιού 2. φρ. «ροιά φλογοβόλος» διακοσμητική αναπαράσταση τού βλήματος με φλόγα να βγαίνει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”